πρόσστασις

πρόσστασις
-άσεως, ἡ, Α [προσίστημι]
1. προσκόλληση
2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ προσστάσεις
όσα προσκολλώνται στη γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόστασις — άσεως, ἡ, Α [προΐστημι] 1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα 2. η προστάς* 3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις* 4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» το προστομιαίο(ν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”